λαβομάνο

λαβομάνο
το умывальник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λαβομάνο" в других словарях:

  • λαβομάνο — το είδος νιπτήρα με λεκάνη και δοχείο νερού για νίψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lava mano] …   Dictionary of Greek

  • λαβομάνο — το (λ. ιταλ.), ο νιπτήρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νιπτήρας — νιπτήρας, ο και νιφτήρας, ο εγκατάσταση για το πλύσιμο του προσώπου και των χεριών, αλλ. λαβομάνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»